- κορόιδεμα
- το [κοροϊδεύω]η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού κοροϊδεύω, η κοροϊδία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κοίμισμα — το [κοιμίζω] 1. το να κοιμάται ή να κοιμίζεται κάποιος, η αποκοίμηση, το αποκοίμισμα 2. μτφ. ξεγέλασμα κάποιου, η δόλια εξαπάτηση, το κορόιδεμα, η παραπλάνηση … Dictionary of Greek
εμπαιγμός — ο 1. χλευασμός, περίπαιγμα, περιγέλασμα. 2. εξαπάτηση, κορόιδεμα, ξεγέλασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)